Ἀγλα' — Ἀγλαέ , Ἀγλαός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλα' — ἀγλαά , ἀγλαός splendid neut nom/voc/acc pl ἀγλαά̱ , ἀγλαός splendid fem nom/voc/acc dual ἀγλαά̱ , ἀγλαός splendid fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγλαά , ἀγλαός splendid neut nom/voc/acc pl ἀγλαέ , ἀγλαός splendid masc voc sg ἀγλαέ , ἀγλαός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγλά' — Ἀγλαέ , Ἀγλαός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι … Hofmann J. Lexicon universale
ευέθειρος — εὐέθειρος, α, ον (Α) με ωραία μαλλιά («εὐέθειρα Ἶσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έθειρος (< έθειρα «κόμη, χαίτη»), πρβλ. αγλα έθειρος, πυρι έθειρος] … Dictionary of Greek
καλλιέθειρος — καλλιέθειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και καλλιέθειρα (Α) αυτός που έχει ωραία μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. αγλα έθειρος, ορθο έθειρος] … Dictionary of Greek
κυανέθειρος — κυανέθειρος, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. αγλα έθειρος, ορθο έθειρος] … Dictionary of Greek
μόνωψ — (I) μόνωψ, ωπος, ὁ (ΑΜ) το ζώο μόναπος*. (II) μόνωψ, ωπος, ὁ (Α) επίδεσμος για το ένα μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός» (πρβλ. αγλά ωψ)] … Dictionary of Greek
ĝel-, ĝelǝ-, ĝlē-, (also *gelēi- :) ĝ(e)lǝi- — ĝel , ĝelǝ , ĝlē , (also *gelēi :) ĝ(e)lǝi English meaning: light, to shine; to be joyful Deutsche Übersetzung: “hell, heiter glänzen” and “heiter sein, lächeln, lachen” Material: Arm. caɫr, gen. caɫu “ laughter “ (probably… … Proto-Indo-European etymological dictionary